επαδά

επαδά
(Μ ἐπαδά)
επίρρ.
1. τοπ. εδώ («αυτή η μεγάλ' οδύνη, ώστε να βρίσκεσ' επαδά στη χώρα δε σ' αφήνει», δημοτ. τραγ.)
2. χρον. τώρα
μσν.
σ' αυτή την περίπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επά + εδά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”